ὀξυρεπεῖ

ὀξυρεπεῖ
ὀξυρεπής
quick-turning
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ὀξυρεπής
quick-turning
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξυρεπής — ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, ές (Α) 1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». επίρρ... ὀξυρρεπῶς (Α) με οξυρεπή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”